ίσιωμα

ίσιωμα
και ίσωμα, το [ισιώνω/ισώνω]
1. δρόμος ίσος και ομαλός, χωρίς ανηφοριά ή κατηφοριά, δρόμος που ακολουθεί συνήθως οριζόντια διεύθυνση
2. μικρή επίπεδη έκταση ανάμεσα σε ανώμαλα, ιδίως ορεινά και βραχώδη, εδάφη
3. στον πληθ. τα ισιώματα
μικρές καλλιεργήσιμες λωρίδες γης ανάμεσα σε μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις, λόγω τού ότι είναι πολύ επικλινείς ή πετρώδεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ίσιωμα — ίσιωμα, το και ίσωμα, το, ατος 1. ομαλό μέρος, ίσιος δρόμος: Πάμε από το ίσιωμα. 2. ευθυγράμμιση: Ίσιωμα του σύρματος. 3. μτφ., γκρέμισμα: Τα έκανε όλα ίσιωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίσωμα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 539 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, μεταξύ Πείρου και Παράπειρου, 36 χλμ. Ν της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρρών.… …   Dictionary of Greek

  • επανίσωσις — ἐπανίσωσις, η (Α) 1. ίσιωμα, το να καθιστά κανείς κάτι ίσιο, ευθύ 2. εξίσωση, το να καθιστά κανείς κάτι ίσο με άλλο 3. η επαναφορά στην κανονική θέση, στη μεσότητα …   Dictionary of Greek

  • ευθυντήρας — ο (Α εὐθυντήρ) [ευθύνω] νεοελλ. όργανο με το οποίο γίνεται εύθυνση, ίσιωμα κάποιου αντικειμένου ή μέλους τού σώματος αρχ. 1. αυτός που ξαναφέρνει στον ίσιο δρόμο, ο τιμωρός 2. ως επίθ. φρ. «εὐθυντήρ οἴαξ» το τιμόνι που κρατάει σε ευθεία πορεία το …   Dictionary of Greek

  • ευθυσμός — εὐθυσμός, ὁ (Α) [ευθύνω] το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ, το ίσιωμα …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ισάδι — ἰσάδι, τὸ (Μ) ίσιωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + παραγ. κατάλ. άδι* (πρβλ. ασπρ άδι, γλυκ άδι)] …   Dictionary of Greek

  • ισοπέδωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοπεδώνω, εξομάλυνση επιφάνειας, ισοπέδωμα, επιπέδωση, ίσιωμα επιφάνειας 2. μτφ. 1. κατάργηση κοινωνικών διαφορών και διακρίσεων, κοινωνική εξίσωση, εξομοίωση 2. κατεδάφιση, γκρέμισμα, καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • καλοστρατιά — η καλή στράτα, ομαλός, στρωτός δρόμος, ίσιωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στράτα] …   Dictionary of Greek

  • ξεσγούρωμα — το το ίσιωμα τών κατσαρών μαλλιών τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + σγούρωμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”